Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
διασκελιά — και δρασκελιά, η και διάσκελο, το 1. διασκελισμός 2. η απόσταση μεταξύ τών δύο ποδιών ανθρώπου με ανοιχτά σκέλη … Dictionary of Greek
διασκελιά — η βλ. δρασκελιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)